κρουσματώ

κρουσματώ
κρουσματῶ, -έω (Μ) [κρούσμα]
1. (μτβ.) κρούω το σήμαντρο για έγερση
2. (αμτβ.) (για ξύλινο σήμαντρο) αποδίδω κρότο, παράγω ήχο λόγω κρούσεως («κρουσματοῡντος τοῡ ξύλου», Θεόδ. Στουδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”